ἄφθονος

ἄφθονος
ἄφθονος, -ον (comp. ἀφθονέστερος)
a ungrudging

ἄνδρα μᾶλλον εὐεργέταν πραπίσιν ἀφθονέστερόν τε χέρα O. 2.94

τίνα κεν φύγοι ὕμνον κεῖνος ἀνήρ, ἐπικύρσαις ἀφθόνων ἀστῶν ἐν ἱμερταῖς ἀοιδαῖς; O. 6.7 θεῶν δ' ὄπιν ἄφθονον αἰτέω, λτ;γτ;έναρκες, ὑμετέραις τύχαις (v. l. ἄφθιτον) P. 8.72
b abundant, plentiful δείπνου δὲ λήγοντος γλυκὺ τρωγάλιον καίπερ πεδ' ἄφθονον βοράν (παῖδα φθόνον codd.: corr. Schneider) fr. 124c.

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἄφθονος — without envy masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άφθονος — (aphthonus). Γένος εντόμων της οικογένειας των αλτιστιδών. Ανήκει στην τάξη των κολεοπτέρων. Βρίσκεται σε πολλές περιοχές του πλανήτη μας και συχνά και στην Ευρώπη. Είναι μικρά σε μέγεθος· μόλις που φτάνουν τα 5 6 χιλιοστά. * * * η, ο (AM ἄφθονος …   Dictionary of Greek

  • άφθονος — η, ο αυτός που υπάρχει σε μεγάλο πλήθος: Λένε ότι διαθέτει άφθονα χρήματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀφθονέστερον — ἄφθονος without envy adverbial comp ἄφθονος without envy masc acc comp sg ἄφθονος without envy neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφθονώτερον — ἄφθονος without envy masc acc comp sg ἄφθονος without envy neut nom/voc/acc comp sg ἄφθονος without envy adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφθονωτάτων — ἄφθονος without envy fem gen superl pl ἄφθονος without envy masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφθονωτέραις — ἄφθονος without envy fem dat comp pl ἀφθονωτέρᾱͅς , ἄφθονος without envy fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφθονωτέρων — ἄφθονος without envy fem gen comp pl ἄφθονος without envy masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφθονέστατον — ἄφθονος without envy masc acc superl sg ἄφθονος without envy neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφθονώτατα — ἄφθονος without envy adverbial superl ἄφθονος without envy neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφθονώτατον — ἄφθονος without envy masc acc superl sg ἄφθονος without envy neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”